- αναισθησιτικός
- -ή, -ό(φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικόςορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek